χιονόσφαιρα

χιονόσφαιρα
η, Ν
1. χιονόμπαλα
2. (οικον.) η χιονοστιβάδα
3. βοτ. κοινή ονομασία τού φυλλοβόλου μικρού δένδρου Viburnum opulus τού γένους βιβούρνο, που απαντά αυτοφυές στα ορεινά δάση τής Βόρειας Ελλάδας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χιόνι + σφαίρα. Η λ. μαρτυρείται από το 1863 στον Ειρ. Ασώπιο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • χιονοστιβάδα — Μεγάλη μάζα χιονιού, που κινείται αργά ή γκρεμίζεται από τις πλαγιές κάποιου βουνού. Στα ψηλά βουνά, όπου το χιόνι δεν λιώνει το καλοκαίρι, συσσωρεύεται διαρκώς, με αποτέλεσμα κάποια στιγμή να κινηθεί εξαιτίας της βαρύτητας, ένας μεγάλος όγκος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”